- πνιγαλίων
- -ωνος, ὁ, ΜΑ [πνίγω]εφιάλτης που δημιουργείται από την αίσθηση τού πνιγμού κατά την διάρκεια τού ύπνου, αιφνίδια στενοχώρια και αγωνία που προκαλεί μεγάλο βάρος πάνω στο στήθος («τὸν ἐφιάλτην... πνιγαλίωνα προσωνόμασεν ἴσως ἀπὸ τοῡ πνίγειν», Θεμιστ.).
Dictionary of Greek. 2013.